- σακχαροποιώ
- -έω, Ν [σακχαροποιός]μετατρέπω κάτι σε ζάχαρη μετά από σχετική κατεργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακχαροποίηση — και ζαχαροποίηση, η, Ν ο μετασχηματισμός τών αμυλωδών ουσιών σε ζυμώσιμα σάκχαρα, υπό την επίδραση ενζύμων ή ανόργανων οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. saccharification, και … Dictionary of Greek
σακχαροποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που μπορεί να προκαλέσει σακχαροποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek